-
1 ύειος
-
2 ὕειος
-
3 ὕειος
ὕειος, auch zweier Endgn, vom Schweine; ὑεία κοιλία, Ar. Equ. 356; ὥςπερ ϑηρίον ὕειον, Plat. Rep. VII, 535 e; τρίχες, Arist. H. A. 3, 12; πούς, Luc. Alex. 28.
-
4 υειος
3[ὗς] свиной(κοιλία Arph.; κρέας Plut.)
τρίχες ὕειαι Arst. — свиная щетина;θηρίον ὕειον Plat. — животное вроде свиньи, перен., презр. свинья -
5 υεἱός
-
6 ὕειος
A of or belonging to swine, κοιλία ὑεία pig's tripe, Ar.Eq. 356; ὕ. τρίχες pig's bristles, Arist.HA 519a24;σαρκὸς ὑείας κρέας Philetaer.10
;κρεΐσκος Alex.189
;πλευρόν Hermipp.45
;ἀκροκώλιον Stratt.4
, Antiph.126.2, cf. Hecat.9 J. (where ὕεα); ῥύγχος Anaxil.11
; κοιλία, σπλάγχνα, Arist.HA 495b27, 507b37; ὕεια (sc. κρέα) Anaxandr.39.7, Diocl.Fr.141, LXXPs.16(17).14, 1 Ma.1.47, cf. IG12(1).677.26 (Rhodes, iii B.C.):—θηρίον ὕ., as a type of brutish ignorance, Pl.R. 535e; v. ὑηνός, ὑϊκός. (This form is censured by Thom.Mag.p.371 R., who recommends ὑεικός.) -
7 ὕειος,
ὕειος, u. ὑεικός, vom Schweine -
8 ὕειος
-α,-ον A 0-0-3-0-6=9 Is 65,4; 66,3.17; 1 Mc 1,47; 2 Mc 6,18 -
9 ὑεικός
ὕειος, u. ὑεικός, vom Schweine -
10 υεία
ὑείᾱ, ὕειοςof: fem nom /voc /acc dualὑείᾱ, ὕειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑείᾱͅ, ὕειοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 ύει'
ὕεια, ὕειοςof: neut nom /voc /acc plὕειε, ὕειοςof: masc voc sgὕειαι, ὕειοςof: fem nom /voc pl -
12 ὕει'
ὕεια, ὕειοςof: neut nom /voc /acc plὕειε, ὕειοςof: masc voc sgὕειαι, ὕειοςof: fem nom /voc pl -
13 υείας
-
14 ὑείας
-
15 υείων
-
16 ὑείων
-
17 ύειον
-
18 ὕειον
-
19 υείαις
-
20 ὑείαις
См. также в других словарях:
ὕειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υειός — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. υιός … Dictionary of Greek
ύειος — εία, ον, και ὕεος, έα, ον, Α [ὗς, ὑός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, στα γουρούνια 2. φρ. «θηρίον ὕειον» μτφ. άνθρωπος εντελώς απαίδευτος και αγροίκος, κτηνώδης … Dictionary of Greek
ὑείων — ὕειος of fem gen pl ὕειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕειον — ὕειος of masc acc sg ὕειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείαις — ὕειος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοις — ὕειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισι — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισιν — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείου — ὕειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείους — ὕειος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)